14/2/11

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Η έμπνευση και οι τρεις παρακάτω σύνδεσμοι προέρχονται από τις όμορφες συζητήσεις που γίνονται κατά τις εβδομαδιαίες συναντήσεις της Ηρακλειώτικης Λέσχης Ανάγνωσης 'Φυλλομετρήματα'.


Μερικά από τα πιο γνωστά τους ποιήματα:

Μίλτος Σαχτούρης (παρμένα από τη προαναφερθείσα σελίδα)

Ἡ δύσκολη Κυριακή

Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά
Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο
Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ


Ὁ στρατιώτης ποιητής

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ζωή μου Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ζωή μου Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω


Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα καὶ τόση μαύρη πίκρα

Ο ΧΟΡΟΣ

Ἀπὸ τὶς πόρτες ἔμπαιναν εὐτυχισμένοι στολισμένοι
ἄλλοι φορούσανε σπαθιὰ κι ἄλλοι μαχαίρια
κρατοῦσαν ὄνειρα ζεστὰ στὰ παγωμένα χέρια
ὄνειρα ποὺ ἔκαιγε πυρετὸς λουλούδια
πρόβαλαν στοὺς καθρέφτες μενεξέδες
ὡραῖα πρόσωπα μὲ σταγόνες ἀσήμι
στὸ μέτωπο καὶ στὰ μάγουλα
κόκκινα χέρια καὶ τριαντάφυλλα πηχτὰ
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔκαιγε ψηλὰ στὶς καπνοδόχες
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔσταζε στοῦ δρόμου τὸ αὐλάκι
ὁ ἔρωτας ποὺ βογγοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὰ πατήματα
τῶν παπουτσιῶν
ὁ ἕνας νὰ κατέβει τρέμοντας ἑτοιμόρροπες σκάλες
ὁ ἄλλος νὰ τὶς ἀνέβει τρέχοντας
γιὰ νὰ προφτάσουν τὸ αἷμα νὰ μὴν παγώσει
καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ σκιστεῖ
ὥσπου τὰ φέρετρα νὰ γίνουν αὔριο ἄσπρες βάρκες
καὶ μέσα νὰ τραγουδᾶνε εὐτυχισμένοι οἱ νεκροί


Ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου

Ο καιόμενος (παρμένο από αυτή τη σελίδα)

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


  • Ελπήνωρ (από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)

2 σχόλια: