14/7/12

Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο της Έλλης Αλεξίου



Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε το 1894 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου και για έξι χρόνια υπηρέτησε ως δασκάλα στο Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο και στη "Στέγη Μικρών Αδελφών". Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά το γάμο της με το Βασίλη Δασκαλάκη. Ακολούθησε σπουδές Παιδαγωγικών και Φιλολογίας, όπου και διορίστηκε καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης διδάσκοντας 19 χρόνια. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ Λογοτεχνών). Το 1945 μετέβη για σπουδές στη Σορβόνη, απ΄ όπου έλαβε δίπλωμα φωνητικής και γαλλικής, ενώ παράλληλα δίδασκε σε σχολεία της ελληνικής παροικίαςαλλά της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Από το 1949 μέχρι το 1962 διορίστηκε εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα ελληνικά σχολεία σοσιαλιστικών χωρών. Μετά από αναγκαστική προσφυγιά, λόγω των επανειλημμένων διώξεων που υπέστη από την ανάμιξή της σε προοδευτικά κινήματα, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962. Αργότερα όμως συνελήφθη και το 1965 βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στη συνέχεια ελευθερώθηκε και μετέβη στη Ρουμανία ως το 1966, οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Με την επιστροφή της συνελήφθη με βάση βούλευμα εναντίον της που είχε εκδοθεί το 1952, δικάστηκε και απαλλάχθηκε. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό της, στις το 1988, αφιοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Τα έργα της διακρίνονται για τον έντονο ρεαλισμό του ύφους με μία ποιητική διάθεση, καθώς επίσης για τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό τους.
 
Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα και ένα παιδαγωγικό ντοκουμέντο που θα μπορούσε να βοηθήσει τους νέους εκπαιδευτικούς να συνειδητοποιήσουν το καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζουν στη ζωή των μαθητών και μαθητριών τους. Η Έλλη Αλεξίου ως αριστούχα μαθήτρια στο Διδασκαλείο Ηρακλείου , διορίζεται δασκάλα στο Γ΄ Χριστιανικό Παρθεναγωγείο της πόλης. Δεν είναι παρά ένα ψωροσκολειό, όπως το αποκαλούν οι περίοικοι. Θα μοιραστεί τα 120 μαθήτριες της Α΄ τάξης με μία έμπειρη , αυταρχική δασκάλα  που ξέρει να διαλέγει τα φρόνιμα και έξυπνα παιδιά, αφήνοντας στη νέα δασκάλα όλα τ'αφρόντιστα και κακορίζικα κοριτσάκια. Έτσι, η κεντρική ηρωίδα βρίσκεται σε μία μικρή ζούγλα , όπου θα πρέπει να επιβάλει την τάξη και έχει ηθικό χρέος να καταφέρει να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις και τους στοιχειώδεις κανόνες καλής συμπεριφοράς στα μικρά αγριμάκια που προέρχονται από μία οικονομικά και κοινωνικά εξαθλιωμένη συνοικία. 

Η νέα δασκάλα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να εφαρμόσει όσα διδάχτηκε στο Διδασκαλείο, αλλά μάταια. Οι άθλιες υλικές συνθηκες, το ετοιμόρροπο κτίριο, η έλλειψη υλικοτεχνικών υποδομών και διδακτικών μέσων,  αλλά επίσης η φτώχεια των μαθητριών της, δεν της επιτρέπουν διεκπεραιώσει τα εκπαιδευτικά καθήκοντα της σύμφωνα με τα όσα διδάχτηκε. Παρ' όλα αυτά, αγαπάει όλα της τα παιδιά, τα συμπονά και πασχίζει να μάθει σε όλα ανεξαιρέτως γράμματα ανάλογα με τις ανάγκες τους. Τα παιδιά την αγαπούν. Μάλιστα μερικές μαθήτριες φεύγουν σιγά-σιγά από την τάξη της παλιάς δασκάλας για να παρακολουθήσουν το μάθημα της Έλλης Αλεξίου που δεν ασκεί ποτέ βία πάνω τους. Γι'αυτό το λόγο προκαλείται ένα έντονο επεισόδιο μεταξύ των δύο δασκάλων και με τη διευθύντρια σε  ρόλο-διαπραγματευτή να νουθετεί την Έλλη Αλεξίου. Η τελευταία αποκαλύπτει ότι η διευθύντρια αποτελεί ένα άβουλο, απρόσωπο εκτελεστικό όργανο του Υπουργείου Παιδείας ,αντιμετωπίζοντας το σχολείο σα μέρος μιας γραφειοκρατικής διαδικασίας, και όχι ως ένα αυτόνομο ζωντανό οργανισμό με τις δικές του ανάγκες και προϋποθέσεις ώστε να λειτουργήσει ομαλά.

Προσπαθεί να εισάγει νέους τρόπους διδασκαλίας στο μάθημά της, όπως τη διήγηση ενός παραμυθιού , αλλά και τις εκπαιδευτικές εκδρομές για έρθει κοντά στα παιδιά ώστε και αυτά να αγαπήσουν το σχολείο. Οι συναδέλφισσές της την αντιμετωπίζουν με καχυποψία και επιφυλακτικότητα, εκτός από μία, που διατηρεί την ψυχραιμία της  και την αγάπη της για τη διδασκαλία. Μία μέρα μάλιστα, ο Επιθεωρήτης παρακολουθεί το μάθημά της ,  τη συγχαίρει που δεν αποθαρρύνει τα παιδιά και ενθουσιασμένος, της υπόσχεται ευνοϊκή μετάθεση σε ένα καλύτερο σχολείο , όπου πηγαίνουν παιδιά ευγενικής καταγωγής.

Στο Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο, η Έλλη Αλεξίου αποτυπώνει με παραστατικό τρόπο την κοινωνική πρόελευση των μαθητριών της, των οποίων οι οικογένειες συχνά ζούνε κάτω από άθλιες συνθήκες με αποτέλεσμα ακόμα και οι άριστες μαθήτριες να αναγκάζονται να υποτάσσονται στη "μοίρα" της κοινωνικής/ταξικής προέλευσής τους. Η νέα δασκάλα δε διεκπεραίωνει απλώς ένα καθήκον, αλλά ενδιαφέρεται πραγματικά για κάθε μαθήτριά της ξεχωριστά, αλλά και για την οικογένειά της. Είναι ανθρώπινη, συμπονετική και αλληλέγγυα σε όποιον τη χρειάζεται. Από την υπερκόπωση,όμως,  παθαίνει κρίσεις πανικού και της κόβεται η ανάσα ακόμα και μέσα στην τάξη, ενώ αναζητάει τρόπους ώστε αυτό να μην αποκαλυφθεί στις μαθήτριες της.

Η Έλλη Αλεξίου αποτελεί μια δασκάλα-πρότυπο με απίστευτο ψυχικό σθένος και δασκαλικό ήθος. Έχει γράψει ένα βιβλίο με μεγάλη λογοτεχνική αξία που αξίζει να διαβαστεί απ'όσους ονειρεύονται ή επιδιώκουν να ασχοληθούν με τη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και τους μαθητές, αποτελεί ένα βιβλίο-έμπνευση και υπενθυμίζει ποιο είναι το ηθικό χρέος κάθε εκπαιδευτικού προς κάθε παιδί ξεχωριστά, όχι μόνο να του μεταδίδει γνώσεις και να το εμπνέει ώστε να αποκτήσει πλούσια παιδεία και κατάλληλη εκπαίδευση για να εξασκήσει ένα επάγγελμα, αλλά πάνω απ'όλα να διεκδικήσει ένα καλύτερο σχολείο ισότητας και αλληλεγγύης, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όλους τους μαθητές και για όλες τις μαθήτριες, καθώς τέλος καλύτερη ποιότητα εκπαίδευσης και συνεχή δωρεάν κατάρτισή του. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ένα εκτελεστικό όργανο  μιας απρόσωπης Δημόσιας Υπηρεσίας, είναι εκείνος που διεκδικεί με κάθε τρόπο μια καλύτερη ζωή για όλα τα παιδιά.

Πηγές: 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου